- ροδιακός
- η , ό[ν] родосский, с Родоса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροδιακός — ή, ό / ροδιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Ῥόδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρόδο ή προέρχεται από αυτήν αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ Ῥοδιακή και τὸ Ῥοδιακόν είδος κυπέλλου που κατασκευαζόταν στη Ρόδο … Dictionary of Greek
ροδιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Ρόδο: Ονομαστά ήταν στην αρχαιότητα τα ροδιακά αγγεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АРИСТИД — • Aristīdes, Άριστείδης, 1. сын Лисимаха, родился ок. 540 г., участвовал в преобразованиях Клисфена Plut. Arist. 2) вместе с Ксантиппом и с тех пор принадлежал к числу влиятельнейших людей в Афинах. В 1 ю Персидскую войну был… … Реальный словарь классических древностей
ροδίτικος — η, ο, Ν [ροδίτης] ρόδιος, ροδιακός … Dictionary of Greek
ροδιάς — άδος, ἡ, Α η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] … Dictionary of Greek
ροδιανός — ή, όν, Α ροδιακός, ροδίτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Ασ ιανός)] … Dictionary of Greek
φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ … Dictionary of Greek
ροδίτικος — η, ο ο ροδιακός: Έχουμε στο σπίτι μας αρκετά ροδίτικα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)